- συνόψεως
- συνόψεω̆ς , σύνοψιςa seeing all togetherfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek
σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… … Dictionary of Greek
Μισαήλ — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Μ. και οι αδελφοί του Ανανίας και Αζαρίας είναι γνωστοί ως οι «Τρεις παίδες οι εν καμίνω». Κατάγονταν από την Ιερουσαλήμ και ήταν γιοι του Εζέκια και της Καλλιγόνης. Όταν ο Ναβουχοδονόσορ κυρίευσε την… … Dictionary of Greek